- ἀκόντισε
- ἀ̱κόντισε , ἀκοντίζωhurl a javelinaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀκοντίζωhurl a javelinaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακοντίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ρίχνω το ακόντιο: Εκείνος ακόντισε τελευταίος. 2. χτυπώ με το ακόντιο: Το παλικάρι ακόντισε το δράκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)